Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιφαιμία — η (Α λιφαιμία) [λίφαιμος] έλλειψη αίματος, χλομάδα … Dictionary of Greek
λιφαιμίας — λιφαιμίᾱς , λιφαιμία bloodlessness fem acc pl λιφαιμίᾱς , λιφαιμία bloodlessness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)